- επιπροσθώ
- (ε) αμετ. уст. заслонять, загораживать, скрывать;
§ αί επιπροσθούσαι δυσχέρειαι — стоящие на пути трудности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αί επιπροσθούσαι δυσχέρειαι — стоящие на пути трудности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιπροσθώ — (AM ἐπιπροσθῶ, έω) [επίπροσθεν] μπαίνω, βρίσκομαι μπροστά, παρεμβάλλομαι, εμποδίζω («ἐπιπροσθοῡντος τοῡ Κιθαιρῶνος», Θεόφρ.) αρχ. μτφ. σκιάζω, επισκοτίζω, συσκοτίζω («τὸν χρόνον... ἐπιπροσθοῡντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐπιπροσθῶ — ἐπιπροσθέω to be before pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιπροσθέω to be before pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιπροσθέω to be before pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιπροσθέω to be before pres ind act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπρόσθηση — η (AM ἐπιπρόσθησις) [επιπροσθώ] 1. παρεμβολή μεταξύ άλλων, παρεμπόδιση, παρακώλυση 2. επικάλυψη, επισκίαση μσν. επιπλέον προσθήκη αρχ. (για πράγμ.) αυτό που χρησιμεύει για απόκρυψη, για κάλυψη … Dictionary of Greek